τυποποίηση

τυποποίηση
η, Ν [τυποποιώ]
1. η διεργασία καταρτισμού και εφαρμογής προτύπων
2. η διαμόρφωση σύμφωνα με ορισμένο και αναλλοίωτο τύπο
3. (οικον.) α) ο προσδιορισμός ενιαίων και σταθερών τύπων σε ένα ή περισσότερα προϊόντα σύμφωνα με ορισμένες προδιαγραφές
β) η ανάπτυξη και εφαρμογή προτύπων που επιτρέπουν την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής τα οποία εύκολα μπορούν να συναρμολογηθούν με άλλα, χωρίς προσαρμογές
3. φρ. α) «τυποποίηση αγαθών και υπηρεσιών»
(οικον.-τεχνολ.) η καθιέρωση ποιοτικών και ποσοτικών προτύπων παραγωγής και διακίνησης τών υλικών αγαθών και τών υπηρεσιών
β) «τυποποίηση τροφίμων»
(τροφ. τεχνολ.) όρος που αναφέρεται στην παραγωγή προϊόντων σταθερής ποιότητας βάσει καθορισμένων προδιαγραφών παραγωγής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυποποίηση — η 1. ομοιόμορφη παραγωγή βιομηχανίας, ώστε να παράγονται ορισμένοι τύποι προϊόντων σε μεγάλες ποσότητες. 2. η διαμόρφωση σε σταθερό τύπο: Έγινε η τυποποίησή του σε στρατιωτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… …   Dictionary of Greek

  • ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

  • αντικομφορμιστής — ο (θηλ. στρια, η) αυτός που αντιτίθεται στον κομφορμισμό, που δεν δέχεται τις συμβατικότητες, την τυποποίηση στη σκέψη, την εμφάνιση, τη συμπεριφορά και ενεργεί ανάλογα …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανοποίηση — η 1. μετατροπή βιοτεχνίας ή άλλης χειρωνακτικής εργασίας σε βιομηχανία 2. μετατροπή χώρας από γεωργική σε βιομηχανική 3. εκμετάλλευση πρώτης ύλης με βιομηχανικά μέσα 4. τυποποίηση και μαζική προσφορά κοινωνικών ή πνευματικών εκδηλώσεων, με τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • εξειδίκευση — η 1. πλήρης ειδίκευση 2. απόκτηση ειδικότητας σε έναν τομέα 3. τυποποίηση τής παραγωγής σε ορισμένη κατηγορία προϊόντων ή υπηρεσιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”